- μικρολογώ
- (ΑΜ μικρολογοῡμαι, -έομαι και μτγν. μικρολογῶ, -έω) [μικρολόγος]1. μιλώ και ασχολούμαι με ασήμαντα πράγματα2. ασχολούμαι με ασήμαντες λεπτομέρειες και αφήνω να μού διαφύγει η ουσία, είμαι υπερβολικά σχολαστικόςαρχ.φέρομαι με μεγάλη ευτέλεια, είμαι τσιγγούνης, φειδωλός, μικροπρεπής.
Dictionary of Greek. 2013.