μικρολογώ

μικρολογώ
(ΑΜ μικρολογοῡμαι, -έομαι και μτγν. μικρολογῶ, -έω) [μικρολόγος]
1. μιλώ και ασχολούμαι με ασήμαντα πράγματα
2. ασχολούμαι με ασήμαντες λεπτομέρειες και αφήνω να μού διαφύγει η ουσία, είμαι υπερβολικά σχολαστικός
αρχ.
φέρομαι με μεγάλη ευτέλεια, είμαι τσιγγούνης, φειδωλός, μικροπρεπής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μικρολογώ — μικρολόγησα, συζητώ και ασχολούμαι με μικρά και ασήμαντα πράγματα: Μικρολογούσε από την αρχή και δεν πρόλαβε να πει αυτά που πραγματικά ήθελε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μικρολόγῳ — μῑκρολόγῳ , μικρολόγος counting trifles masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρολόγημα — το 1. η ενέργεια τού μικρολογώ 2. ευτελές, ασήμαντο πράγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρολογῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Α. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”